- δέσποινα
- Επίθετο με το οποίο μπορούσε να ονομαστεί κάθε θεά της αρχαίας Ελλάδας. Οι Δωριείς και οι Θεσσαλοί με το επίθετο Δ. τιμούσαν και τις γυναίκες τους. Πολλές χθόνιες θεές, όπως η Αφροδίτη, η Αθηνά, η Κυβέλη, η Εκάτη, η Δήμητρα και η Περσεφόνη, ονομάζονταν Δ. Στην Ολυμπία υπάρχει βωμός της Δήμητρας Δ. και της Περσεφόνης Δ., στον οποίο τελούνταν σπονδές χωρίς κρασί. Στην Αρκαδία η Περσεφόνη λατρεύτηκε επίσης και ως Δ. Η παράδοση την παρουσιάζει ως κόρη του Ποσειδώνα και της Δήμητρας, που δεν ταυτίζεται με την κόρη του Δία και της Δήμητρας. Οι ανασκαφές στη Λυκοσούρα έφεραν στο φως ένα ιερό της Δ. κοντά στη Μεγαλόπολη, όπου βρέθηκε σύμπλεγμα, κατασκευασμένο από τον Μεσσήνιο Δημοφώντα, το οποίο παρουσιάζει τη Δήμητρα και τη Δ. καθισμένες σε διπλό θρόνο. Η Δήμητρα κρατά δάδα στο δεξί χέρι και με το αριστερό ακουμπά στη Δ., η οποία φέρει στο ένα χέρι σκήπτρο και στο άλλο μυστικό κιβώτιο. Από τις δύο πλευρές του θρόνου κάθονται δύο θεοί, δίπλα στη Δήμητρα η Άρτεμη και δίπλα στη Δ. ο Άνυτος, που σύμφωνα με τη μυθολογία ήταν ο παιδαγωγός της Δ. Ψηλότερα από τον ναό βρισκόταν το κτίριο της θυσίας και ο βωμός της Δ. και του πατέρα της Ποσειδώνα Ιππία, καθώς και άλλων θεών. Τμήματα του συμπλέγματος του Δημοφώντα έχουν συγκολληθεί και βρίσκονται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας.
* * *η (AM δέσποινα)η κυρία τού σπιτιού, η οικοδέσποιναμσν.- νεοελλ.1. η Θεοτόκος2. τίτλος τιμητικός ή προσφώνηση για σεβαστή κυρίανεοελλ.Δέσποινακύριο, βαπτιστικό όνομαμσν.η αυτοκράτειρα και η μητέρα τού αυτοκράτορααρχ.1. η βασίλισσα2. (ως επίθ. θεαινών) Δέσποινα Ἑκάτη, Δέσποινα Ἄρτεμις3. όνομα χθόνιας θεότητας τής Αρκαδίας·[ΕΤΥΜΟΛ. < *δεσπότνια < *δεσποτνyα, με σίγηση τού τ (λόγω τού συμφωνικού συμπλέγματος -τνy-) και μετάθεση τού y ώστε να απαρτιστεί η δίφθογγος -οι-. Πρόκειται για το θηλ. τού δεσπότης (πρβλ. πότνια, θηλ. τού πόσις, *potis].
Dictionary of Greek. 2013.